ἀριστῶντι

ἀριστῶντι
ἀ̱ριστῶντι , ἀριστάω
take the
pres part act masc/neut dat sg
ἀ̱ριστῶντι , ἀριστάω
take the
pres ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀ̱ριστῶντι , ἀριστάω
take the
pres subj act 3rd pl (epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προστρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] νεοελλ. 1. σπεύδω για να ζητήσω ή να προσφέρω βοήθεια («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί») 2. καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον ή σε κάτι («προστρέχω και πάλι στα ευγενικά σας αισθήματα με την ελπίδα ότι θα μέ συνδράμετε») 3. συρρέω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”